Κυριακή


ΓΕΡΑΚΙΝΑ
Κίνησε η Γερακίνα
για νερό ω ρε κρύο να φέρει
ντρουμ ντρουμ ντρουμ
ντρουμ ντρουμ ντρουμ
τα βραχιόλια της βροντούν
τα βραχιόλια της βροντούν
ντουμ ντουμ ντουμ
ντουμ ντουμ ντουμ.

Κι έπεσε μες στο πηγάδι
κι έβγαλε ω ρε φωνή μεγάλη
ντουμ …

Κι έτρεξε ο κόσμος όλος
κι έτρεξα ω ρε κι εγώ ο καημένος
ντουμ …

Γερακίνα, θα σε βγάλω
και γυναί- ω ρε γυναίκα θα σε πάρω
ντουμ …

Κι έριξε χρυσό κορδόνι
και την έπια- ω ρε την έπιασ’ απ’ τη ζώνη
ντουμ …

ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΤΟ ΝΕΡΟ
Της Καλαμάτας το νερό,     
κόρη Καλαματιανή,             
έμαθα πως έχει βδέλλες,     
Καλαματιανές κοπέλες.                  

Και έσκυψα να πιω νερό,    
Κόρη καλαματιανή,             
αχ, να πιω και να γεμίσω,   
μαύρα μάτια ν’ αντικρίσω.  

Κι έπεσε το μαντίλι μου,    
κόρη Καλαματιανή,             
αχ, το χρυσοκεντημένο,      
μια χαρά ήταν το καημένο.  

Της Καλαμάτας το νερό,     
κόρη Καλαματιανή,             
έμαθα πως έχει βδέλλες,     
Καλαματιανές κοπέλες.                  


ΕΝΑ ΝΕΡΟ ΚΥΡΑ ΒΑΓΓΕΛΙΩ
Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ
ένα νερό κρύο νερό
κι από πούθε κατεβαίνει
Βαγγελιώ μου παινεμένη.
Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ
ένα νερό κρύο νερό.

Από γκρεμό κυρά Βαγγελιώ
από γκρεμό γκρεμίζεται
σε περιβολάκι μπαίνει
Βαγγελιώ μου παινεμένη.
Από γκρεμό κυρά Βαγγελιώ
από γκρεμό γκρεμίζεται.

Ποτίζει δε – κυρά Βαγγελιώ
ποτίζει δέντρα και κλαδιά
λεμονιές και κυπαρίσσια
σαν τα όμορφα κορίτσια.
(σαν και εσάς καλά κορίτσια)
Ποτίζει δε – κυρά Βαγγελιώ
ποτίζει δέντρα και κλαδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου